δρόσου

δρόσου
δρόσος
dew
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Miss Grèce — Katerína Evangelinoú, Miss Grèce 2007 Il existe trois concours de Miss en Grèce, qui distinguent chaque année une gagnante. Le plus ancien et plus connu en Grèce est Miss Star Hellas (en grec: Μις Σταρ Ελλάς). Les gagnantes de ces trois concours… …   Wikipédia en Français

  • Miss Star Hellas — Miss Grèce Katerína Evangelinoú, Miss Grèce 2007 Il existe trois concours de Miss en Grèce, qui distinguent chaque année une gagnante. Le plus ancien et plus connu en Grèce est Miss Star Hellas (en grec: Μις Σταρ Ελλάς). Les gagnantes de ces… …   Wikipédia en Français

  • διασυρίζω — και διασυρίττω (Α) 1. σφυρίζω 2. (για άνεμο) φυσάω, σφυρίζω («καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῡμα δρόσου διασυρίζον») 3. διαδίδω κάτι με ψιθύρους («τὸ τῆς φήμης πτερὸν τὴν ὕβριν ἀπαντᾱ ἢ διασυρίττει») 4. λαχανιάζω …   Dictionary of Greek

  • δροσόμετρο — το όργανο μέτρησης τής δρόσου …   Dictionary of Greek

  • δροσός — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …   Dictionary of Greek

  • δρόσος — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… …   Dictionary of Greek

  • ρανίδα — η / ῥανίς, ίδος, ΝΜΑ σταγόνα, σταλαματιά (α. «έχυσαν και την τελευταία ρανίδα τού αίματός τους» β. «ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῡσα ἐπὶ γῆν», ΠΔ) αρχ. 1. το σπέρμα τού ανδρός 2. κηλίδα, στίγμα, σημάδι («τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεί κρόκῳ… …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… …   Православная энциклопедия

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”